- μνέω
- ορκίζομαι («τα μάτια η πείνα εμαύρισε, στα μάτια η μάνα μνέει», Σολωμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ομνέγω, με σίγηση του αρκτικού άτονου ο- και του ενδοφωνηεντικού -γ-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ՄՆԱՍ — (ի, ից, կամ ու, ուց.) NBH 2 0287 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. μνᾶ, ας, μνέω, ας mina. (վր. մանաս, մնա . որ եւ մնէ, ման, մանէ. ըստ եբր. եւ պ. մէնն, մէնա. յն. մնա՛, սեռ. մնա՛ս, կամ մնէ՛ա, մնէ՛աս. լտ. մինա ). Չափ՝ մեծ կամ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)